χρησμολογῶν

χρησμολογῶν
χρησμολογέω
utter oracles
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρησμολόγων — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut gen pl χρησμολόγος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάκις — Με το όνομα αυτό χαρακτηριζόταν γενικά ολόκληρη τάξη αρχαίων χρησμολόγων που άκμασε στον ελληνικό χώρο από τον 8o έως τον 6o αι. π.Χ. Οι γνωστότεροι είναι τρεις: ένας από τη Βοιωτία, ένας από την Αθήνα και ένας από την Αρκαδία, ο Β. που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”